- γαμετή
- γαμετήmarried womanfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαμετή — γαμετή, η (AM) [γαμέω] η νόμιμη σύζυγος … Dictionary of Greek
γαμετῇ — γαμετή married woman fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμέτῃ — γαμέτης husband masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμετῆι — γαμετῇ , γαμετή married woman fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμεταῖς — γαμετή married woman fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμεταί — γαμετή married woman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμετῆς — γαμετή married woman fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμετήν — γαμετή married woman fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… … Реальный словарь классических древностей
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek